- περισσός
- -ή, -ό και περιττός, -ή, -ό / περισσός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. περιττός, -ή, -όν, Α1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος2. άφθονος, πολύς3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ. περιττός) αυτός που γίνεται πέρα από ό,τι πρέπει ή είναι ανάγκη, ανώφελος, άχρηστος (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», Αισχύλ.)4. φρ. α) «περιττός αριθμός» — φυσικός και κατ' επέκταση ακέραιος αριθμός που όταν διαιρείται διά τού δύο αφήνει υπόλοιπο την μονάδα, αριθμός που δεν είναι ακέραιο πολλαπλάσιο τού δύοβ) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῡ» ή «ἐκ περισσοῡ» — χωρίς να χρειάζεται, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, επί πλέον, παραπανήσιαμσν.-αρχ.1. υπερμεγέθης, μέγας, τεράστιος («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ κρέας ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον γέρας», Τραγ. Αδέσπ.)2. ο πέρα από το κανονικό και συνηθισμένο, ασυνήθιστος, εξαιρετικός, σπάνιος («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῑτε;», ΚΔ)αρχ.1. (για πρόσ.) επιφανής, έξοχος, αξιόλογος, σπουδαίος («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», Ευρ.)2. (με γεν.) ανώτερος, μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν ἔνδον εἶ περισσάς», Σοφ.)3. σοφός, συνετός, πολύ προσεκτικός («ἦν δὲ καὶ τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», Πλούτ.)4. (για ρήτορα) μοναδικός, εξαίρετος («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῑς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)5. λεπτός, οξύς, οξύνους («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ διάνοια», Αριστοτ.)6. (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.)7. υπερβολικός («περισσὰ πράσσειν», Σοφ.)8. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισσόνα) το πλεονέκτημα («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῡ Ἰουδαίου;», ΚΔ)β) το υπόλοιπο («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», Ξεν.)γ) (και ο τύπος περιττὸν) είδος φυτού, το στρύχνο9. (το ουδ. ως επίρρ.) επί πλέον, προσέτι («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῡ ποιῆσαι βιβλία πολλά», ΠΔ)10. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ περισσάανώφελα, μάταια («ταυτά με νῡν τὰ περισσὰ φιλεῑς», Ανθ. Παλ.)11. φρ. α) «τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον» — η φύση τού περιττού και τού αρτίου (Πλάτ.)β) «περισσαὶ χῶραι»(μετρ.) οι περιττές θέσεις μέσα στον στίχο (Ηφαιστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέριξ + επίθημα *-tyo- (πρβλ. έπι-σσα, μέτα-σσαι)].
Dictionary of Greek. 2013.